Το τραπέζι
Mange, tu ne manges pas assez ma fille.
Mange ! tu ne te lèves pas de table, sans manger.
Ήξερα ότι θα έμενα ώρα εκεί μόνη, μπροστά στο μισογεμάτο πιάτο, δεν είχα ποτέ καλή σχέση με το φαγητό, γνώριζα ότι στο τέλος δε θα άδειαζε… και θα έμενε έτσι μισογεμάτο, αλλά έπαιρνα το χρόνο μου απατώντας πότε ‘’oui” πότε ‘’bon, bon”, στις διαταγές της μαμάς μου, κι εκείνη με άφηνε ενώ γνώριζε και η ίδια, από την αρχή το τέλος.
Η κουζίνα στο διαμέρισμα που μεγάλωσα ήταν σημαντικός σταθμός της καθημερινότητας μας. Ήταν ευρύχωρη, φωτεινή και με μπαλκόνι.
Για μεγάλη ικανοποίηση της μαμάς μου είχε χωρέσει ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο τραπέζι κάτω από παράθυρο.
Εκεί μαζευόμασταν οικογενειακώς, εκεί ξεμέναμε κάποιες φορές μόνοι, όχι απαραίτητα για να φάμε.
Πρωινό, μεσημεριανό, βραδινό τρώγαμε πάντα καθιστοί γύρω από τραπέζι, το οποίο στηνόταν και ξεστηνόταν κάθε φορά πριν και μετά.
Το να τρώμε όλοι μαζί, οι τέσσερις δηλαδή, έπαιξε σημαντικό ρολό στην κοινή ζωή μας.
Σε εκείνο το τραπέζι χαράκτηκε η παιδική ηλικία του αδερφού μου και η δική μου.
Αναποδογυρίστηκαν κρέμες, μακαρόνια και φακές στην προσπάθεια να μάθουμε να τρώμε μόνοι. Χυθήκαν νερά και πορτοκαλάδες στον μεταξύ μας πόλεμο για το τελευταίο μπισκότο σοκολάτας, συμφωνήθηκαν μεγάλες ανταλλαγές «φάε το κρέας μου, τρώω τη σαλάτα σου», ενώ βάφτηκε κατάμαυρο για να χρησιμοποιηθεί ως καμβάς ζωγραφικής, όταν αποφασίσαμε εκείνος κι εγώ, να εξερευνήσουμε τις ικανότητες μας ως ζωγράφοι μεγάλων επιφανειών.
Άφηνα το χρόνο να κυλά, μόνη πια μέσα στην κουζίνα όταν οι υπόλοιποι είχαν τελειώσει από ώρα, το χειμώνα διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, καθυστερώντας έτσι να πάω να ασχοληθώ με τα μαθήματα, ενώ το καλοκαίρι χάζευα έξω από το μεγάλο παράθυρο, τους απέναντι…
Η πολυκατοικία στην οποία μεγάλωσα είχε πέντε ορόφους και σχήμα Γ. Η πίσω της πλευρά έβλεπε σε ένα κήπο και δεν είχε τίποτα χτισμένο γύρω, όλα τα σπίτια ήταν πιο χαμηλά, από εμάς. Μέναμε στον τέταρτο όροφο, η κουζίνα και το υπνοδωμάτιο μου έβλεπαν στο ίδιο μπαλκόνι στην πίσω πλευρά, ξεδιπλώνοντας μπροστά μου, το υπέροχο σκηνικό της μίας πτέρυγας.
Ακόμα και καθισμένη, στο τραπέζι της κουζίνας, μπορούσα να παρατηρώ τη μία πλευρά της πολυκατοικίας, τις κουζίνες των άλλων διαμερισμάτων.
Θόρυβοι από κατσαρόλες, πιάτα που στήνονται, μυρωδιές από διαφορετικά φαγητά, μπες-βγες στο μπαλκόνι, ερωτήσεις και απαντήσεις.
Για κάποιους γνώριζα τι θα φάνε συγκεκριμένη μέρα, όπως γνώριζα ότι η Λ. στον πέμπτο έτρωγε τα πάντα. Η μαμά της φώναζε για το αντίθετο από τη δική μου, αλλά τα παρατούσε γρήγορα, αφήνοντας τη να φάει ότι θέλει. Έβγαινε καμιά φορά στο μπαλκόνι, το καλοκαίρι και με χαιρετούσε στα γαλλικά (έκανε μαθήματα με τη μαμά μου) πάντα με κάτι φαγώσιμο στο χέρι. Δυστυχώς, ήταν εκ φύσεως αδύνατο να μπορέσω να πετάξω κάτι από τον τέταρτο στον πέμπτο.
Ήξερα ότι η Θ. του πρώτου θα έπαιζε πιάνο για μισή ώρα πριν το βραδινό. Κάποιες φορές έβγαινε στο μπαλκόνι και σήκωνε τα μάτια προς τα πάνω χαμογελώντας.
Κάθε Κυριακή βράδυ, το νεαρό ζευγάρι, του τρίτου, έτρωγε με ρομαντική διάθεση κρατώντας κλειστές τις λευκές ημιδιάφανες κουρτίνες, για προφανείς λόγους.
Ήξερα ότι ο ηλικιωμένος κύριος, στον ίδιο όροφο με εμάς, ζούσε μόνος περνώντας τις ώρες του ζωγραφίζοντας, εικόνες από την Αφρική, όπου είχε περάσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής, του. Ενίοτε άφηνε κάποιον πίνακα για μέρες στο μπαλκόνι του.
Το τραπέζι της κουζίνας, φιλοξένησε τις πρώτες μου καλοκαιρινές ονειροπολήσεις με μουσική από το ραδιόφωνο, ιδιαίτερα την ώρα του πρωινού και αργά το βράδυ. Μετέπειτα στον καιρό της εφηβείας, μετετράπη σε στρατηγείο για τις πιο σοβαρές συζητήσεις, με φίλες, κλειστή η πόρτα, ροδάνι η γλώσσα, και η tarte tatin μήλου ή η τάρτα φράουλα, απαραίτητη παρηγοριά, ειδική παραγγελία από την πιο δυστυχισμένη, στη μαμά μου.
Σε αυτό ξενυχτούσε καπνίζοντας πίπα ο μπαμπάς μου, περιμένοντας με μέσα σ ένα αρωματικό σύννεφο καπνού, να γυρίσω από τα πρώτα μου ξενύχτια, πάντα καθυστερημένη. Και εκεί λουζόμουν το κήρυγμα, έδινα υποσχέσεις, και τέλος εξιστορούσα τα όσα μυστήρια της νύχτας ήθελα να μοιραστώ μαζί του.
Το φαγητό σπίτι μας είχε τη σημασία του και υπήρχε κάθε μέρα φρεσκομαγειρεμένο. Το ίδιο τραπέζι έμεινε για καιρό μαζί μας, μας ακολούθησε σε άλλες δύο μετακομίσεις, φιλοξένησε και άλλους δύο στα οικογενειακά γεύματα είχαμε πια γίνει έξι από τέσσερις.
Δόθηκε όταν έφυγε ο μπαμπάς μου από τη ζωή και ένα έργο έφτασε στο τέλος του.
Θα άρχιζαν άλλα…
Είμαστε απλά οι ιστορίες μας...
Σχετικά Άρθρα
Το κρασί ενώνει
Τα πρώτα 24 ωρα ήταν βασανιστικά. Τσιμπιόμουν, για να καταλάβω εάν αποτελούσαν αληθινά γεγονότα…
Χρώμα, η άλλη αίσθηση της γεύσης
Ρουμπινί, μέτριας έντασης με κεραμυδί ανταύγειες. Παραπλανεί στο μάτι με το απαλό του χρώμα,…
Περί ακρίβειας και άλλων δεινών
Με αφορμή των καθημερινό “βομβαρδισμό” των ΜΜΕ, περί ακρίβειας και πληθωρισμού, πως αντιμετωπίζουμε…
Time After Time
Ολοκληρώνοντας κείμενο -μίγμα αστικής περιήγησης, εικαστικής γνωριμίας και δοκιμής κρασιών-…